Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προς αν-ερωτάω

См. также в других словарях:

  • ερωτώ — και ρωτώ και αρωτώ (AM ἐρωτῶ, άω Α και επικ. και ιων. τ. εἰρωτάω) ζητώ από κάποιον πληροφορία ή γνώμη και περιμένω απάντηση, υποβάλλω ερώτηση νεοελλ. φρ. 1. «μην τά ρωτάς» λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για κωμικά και περίπλοκα επεισόδια 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»