-
1 προς αν-ερωτάω
προς αν-ερωτάω, noch dazu befragen; Plat. Men. 74 c; Clem. Al.
-
2 προς ανερωτάω
-
3 προς-ερωτάω
προς-ερωτάω, noch dazu fragen; Plat. Theaet. 165 d; Xen. Mem. 3, 9, 4 im pass.
-
4 προςερωτάω
См. также в других словарях:
ερωτώ — και ρωτώ και αρωτώ (AM ἐρωτῶ, άω Α και επικ. και ιων. τ. εἰρωτάω) ζητώ από κάποιον πληροφορία ή γνώμη και περιμένω απάντηση, υποβάλλω ερώτηση νεοελλ. φρ. 1. «μην τά ρωτάς» λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για κωμικά και περίπλοκα επεισόδια 2.… … Dictionary of Greek